Ι. ΙΔΡΥΣΗ ΤΗΣ “ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ” ΚΑΙ Η ΣΧΕΣΗ ΤΗΣ
ΜΕ ΤΗΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ROTHSCHILD
Η
«Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος» (ΕΤΕ)
ιδρύθηκε το έτος 1841 από τον Γεώργιο Σταύρου, ο οποίος υπήρξε ο πρώτος
διευθυντής της και μέχρι την ίδρυση της «Τράπεζας της Ελλάδος» το έτος 1928
είχε το εκδοτικό προνόμιο [σχετ. 1].
Από
τους ιδρυτικούς μετόχους της Εθνικής Τράπεζας το 1841 ήταν οι γνωστοί τραπεζίτες Ρότσιλντ (Rothschild).
Μεταξύ των λοιπών μετόχων και ιδρυτών της ήταν επιπλέον το ελληνικό κράτος με
1.000 μετοχές, ο Νικόλαος Ζωσιμάς με 500 μετοχές, ο Ιωάννης-Γαβριήλ Εϋνάρδος με
300 μετοχές, ο βασιλιάς Λουδοβίκος Β΄ της Βαυαρίας με 200 μετοχές, ο
Κωνσταντίνος Βράνης με 150 μετοχές, ο Θεόδωρος Ράλλης με 100, ο Ιούλιος Έσσλιν,
κ.α.
Η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος εισήχθη στο Χρηματιστήριο
Αξιών Αθηνών από την ίδρυσή του το 1880, ενώ από τον Οκτώβριο το 1999 η μετοχή
της Εθνικής Τράπεζας διαπραγματεύεται και στο Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης.
Ήδη σήμερα κατέχει την ηγετική θέση στην ελληνική τραπεζική
αγορά με 539 καταστήματα καλύπτοντας ολόκληρη τη γεωγραφική έκταση της Ελλάδας.
Μετά τις πρόσφατες εξαγορές στο χώρο της Ν.Α. Ευρώπης και Ανατ. Μεσογείου, το
Δίκτυο της Τράπεζας στο εξωτερικό περιλαμβάνει 1.137 μονάδες (στοιχεία
31/12/2011)
ΙΙ. ΙΔΡΥΣΗ ΤΗΣ “ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΗΣ”
Δια
της υπ’ αριθ. 122747/03-12-1904
ιδρυτικής πράξεως του Συμβολαιογράφου Αθηνών κ. Ηλία Γλυκοφρύδη, καταρτίστηκε το
εκ τριάντα εννέα (39) άρθρων καταστατικό της ανωνύμου – δια μετοχών –
εταιρείας, με την επωνυμία «Τράπεζα της Ανατολής
Α.Ε.» (Banque
d’
Orient
- Orientbank),
του οποίου η κατά νόμο προβλεπόμενη πράξη έγκρισης του από τον Υπουργό των
Εσωτερικών δημοσιεύτηκε στο με αριθμό 277/07-12-1904 (Τεύχος Α΄) φύλλο της
Εφημερίδας της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ) [σχετ. 2]
Ιδρυτές – μέτοχοι της τραπεζικής εταιρείας «ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΗΣ» ήταν η τραπεζική
εταιρεία «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
Α.Ε.» και η τραπεζική εταιρεία «NATIONALBANK fur DEUTSCHLAND» (ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΔΙΑ ΤΗΝ ΓΕΡΜΑΝΙΑ),
τραπεζικές εταιρείες οι οποίες από κοινού ανέλαβαν ισότιμα την κάλυψη του
αρχικού μετοχικού κεφαλαίου, ποσού δέκα εκατομμυρίων (10.000.000) χρυσών
γαλλικών φράγκων, που τότε διαιρείτο σε είκοσι χιλιάδες (κοινές ανώνυμες)
μετοχές, αξίας έκαστης (κατά το στάδιο της ίδρυσης) πεντακοσίων (500) χρυσών
φράγκων ολοσχερώς καταβεβλημένων. Όπως προκύπτει από τα ανωτέρω, η Τράπεζα της
Ανατολής αποτελούσε κατ’ ουσίαν θυγατρική εταιρεία της Εθνικής Τράπεζας της
Ελλάδος εφόσον ιδρύθηκε από αυτήν προκειμένου να εξυπηρετεί τις τραπεζικές
συναλλαγές της εκτός Ελλάδος.
Μεταγενέστερα επήλθαν σταδιακά αυξήσεις του μετοχικού
κεφαλαίου και δη το έτος 1906 κατά το ποσόν των 5.000.000 χρυσών γαλλικών
φράγκων, το έτος 1910 κατά το ποσόν των 10.000.000 χρυσών γαλλικών φράγκων και
το έτος 1925 (με δύο αυξήσεις στην αρχή και στο τέλος του έτους) κατά το ποσόν
των 5.000.000 χρυσών γαλλικών φράγκων κάθε φορά, οπότε το έτος 1926 η εν θέματι
τράπεζα διέθετε μετοχικό κεφάλαιο ανερχόμενο στο συνολικό ποσό των τριάντα
πέντε εκατομμυρίων (35.000.000) χρυσών γαλλικών φράγκων, διαιρούμενο σε
διακόσιες ογδόντα χιλιάδες (280.000) κοινές ανώνυμες μετοχές, ονομαστικής αξίας
έκαστη εκατόν εικοσιπέντε (125) χρυσών γαλλικών φράγκων.
Η έδρα της τραπεζικής αυτής εταιρείας ορίστηκε στην πόλη
των Αθηνών, ενώ προβλέφθηκε η δυνατότητα ίδρυσης υποκαταστημάτων και
πρακτορείων, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στην «Ανατολή», ως χαρακτηριστικά
προβλέφθηκε και ακολούθως υλοποιήθηκε.
Σκοπός της τραπεζικής αυτής εταιρείας ορίστηκε η εκτέλεση στην
Ελλάδα και στην αλλοδαπή δια ίδιον λογαριασμό ή δια λογαριασμό άλλων ή με
συμμετοχή, κάθε τραπεζικής εργασίας, προεξοφλήσεως δανείων, πιστώσεων,
καταλλαγής και εντολής και άνευ εξαιρέσεων όλων εν γένει των επί των κινητών,
ακινήτων, τραπεζικών, βιομηχανικών και εμπορικών εργασιών των τραπεζών και
πιστωτικών ιδρυμάτων.
Εκτός άλλων, σύμφωνα με το άρθρο 10 του καταστατικού
ορίσθηκε ότι η μεταβίβαση των ανωνύμων μετοχών γίνεται δια της απλής παραδόσεως
του τίτλου και ότι τα εκ της μετοχής πηγάζοντα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις
παρακολουθούν τον τίτλο της μετοχής, σε οποιαδήποτε χέρια και αν επέλθει αυτός.
Στο άρθρο 37 του καταστατικού ορίστηκε ότι σε κάθε εποχή
και περίπτωση, η γενική – των μετόχων – συνέλευση καταρτισθείσα ως το άρθρο 31
ορίζεται, δύναται μετά από πρόταση του Διοικητικού Συμβουλίου (της εταιρείας)
να αποφασίσει την προ της λήξεως διάλυση της εταιρείας… Η απόφαση της
συνελεύσεως δημοσιεύεται.
Στο άρθρο 38 του καταστατικού ορίστηκε ότι σε περίπτωση
διαλύσεως, προ της λήξεως ή εν περιπτώσει λήξεως της εταιρείας, εάν η παράταση
δεν αποφασισθεί, η Γενική Συνέλευση των μετόχων με πρόταση του Διοικητικού
Συμβουλίου κανονίζει τον τρόπο εκκαθάρισης και διορίζει έναν ή περισσότερους
εκκαθαριστές, δύναται δε να εγκαταστήσει Επιτροπή ή Συμβούλιο της εκκαθαρίσεως,
το οποίο καθορίζει την λειτουργία. Με το διορισμό των εκκαθαριστών λήγει η
εξουσία των Συμβούλων και των Ελεγκτών.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της εκκαθαρίσεως και μέχρι ρητής
εναντίας αποφάσεως, το διανεμηθέν ενεργητικό εν γένει της Εταιρείας εξακολουθεί
να ανήκει κατά κυριότητα στο νομικό πρόσωπο του συνόλου των μετοχών.
Κατά την διάρκεια της εκκαθαρίσεως, η εξουσία της Γενικής
Συνελεύσεως εξακολουθεί, οία και κατά την ύπαρξη της εταιρείας. Αυτή χορηγεί σε
κάθε περίπτωση, κάθε ειδική εντολή στους εκκαθαριστές, εγκρίνει τους
λογαριασμούς της εκκαθαρίσεως και δίνει εξόφληση στους εκκαθαριστές.
Η αποστολή των εκκαθαριστών συνίσταται στην εκκαθάριση,
έστω και συμβιβαστικώς, παντός του σε κινητά και ακίνητα (στοιχείου)
ενεργητικού της εταιρείας και σε απόσβεση του παθητικού. Με εξαίρεση τους
περιορισμούς, τους οποίους η Γενική Συνέλευση των μετόχων δύναται να επιφέρει
κέκτηνται αυτοί προς το σκοπό αυτόν και δυνάμει της ιδιότητας αυτών την μόνη
και απόλυτη εξουσία, σύμφωνα με τους νόμους και τα έθιμα του εμπορίου,
συμπεριλαμβανομένου σε αυτή και του δικαιώματος να διαπραγματεύονται,
συναλλάσσονται, συμβιβάζονται, παραχωρούν κάθε εγγύηση και δι’ υποθήκη, εάν
υπάρχει περίπτωση και να συναινούν σε κάθε παραίτηση ή άρση κατάσχεσης μετά ή
άνευ πληρωμής.
Εκτός
τούτου δικαιούνται με την άδεια της Γενικής Συνέλευσης να μεταβιβάζουν ή να
εκχωρούν σε κάθε ιδιώτη ή σε κάθε Εταιρεία, είτε με τον τύπο της εισφοράς (apport) είται άλλως, το σύνολο ή μέρος
των δικαιωμάτων, αγωγών και υποχρεώσεων της διαλυθείσης Εταιρείας. Όλες οι
αξίες εκ της εκκαθαρίσεως που προέρχονται μετά την απόσβεση του παθητικού και
την απόδοση του καταβεβλημένου κεφαλαίου επί των μετοχών, ανήκουν σε όλες τις
μετοχές κατά ίσα μερίδια.
Στο
άρθρο 39 του καταστατικού, ορίστηκε ότι όλες οι αμφισβητήσεις οι οποίες
δύνανται να προκύψουν κατά την διάρκεια της εταιρείας ή κατά την εκκαθάριση,
είτε των μετόχων μεταξύ τους, είτε μεταξύ των μετόχων και της εταιρείας, λόγω
των εταιρικών υποθέσεων, υποβάλλονται στη δικαιοδοσία των αρμόδιων δικαστηρίων
της έδρας της εταιρείας (Αθήνα).
Η
εν θέματι τραπεζική εταιεία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΗΣ Α.Ε.», μετά την ίδρυσή της
(1904), ανέπτυξε τις τραπεζικές εργασίες της διεθνώς (και εκτός της τότε
Ελλάδας) και ειδικότερα στις περιοχές της «Ανατολής», ως τότε οριζόταν η
ευρύτερη περιοχή της Νοτιοανατολικής Μεσογείου, όπου υπήρχε έντονο ελληνικό
στοιχείο και εμπορική – οικονομική άνθιση, ως ιδίως στην Αίγυπτο, Τουρκία, Μικρά
Ασία, Θεσσαλονίκη και λοιπές περιοχές με μεγάλη οικονομική και εμπορική άνθιση.
Λόγω
της αναπτυξιακής πορείας της τράπεζας, συντελέσθηκαν σταδιακά αυξήσεις του
μετοχικού της κεφαλαίου, οπότε και εκδόθηκαν επιπρόσθετες μετοχές, σύμφωνα με
το καταστατικό της και τον νόμο, πάντοτε καλυπτόμενες σε χρυσά γαλλικά φράγκα,
δια της κτήσης (κάλυψης) των οποίων κατέστησαν μέτοχοι της εν θέματι τραπεζικής
εταιρείας και επιπρόσθετα φυσικά και νομικά πρόσωπα, ενώ αντίθετα αποχώρησε η
εκ των ιδρυτών – μέτοχος τραπεζική εταιρεία “NATIONALBANK fur DEUTSCHLAND” (ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΔΙΑ
ΤΗΝ ΓΕΡΜΑΝΙΑ).