VΙ. ΣΧΕΣΗ ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΜΕ
ΤΗΝ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
Η Τράπεζα της Ελλάδος ιδρύθηκε το έτος
1927 βάσει ενός Παρατήματος του Πρωτοκόλλου της Γενεύης, με το Ν.3424/7-12-1927
(ΦΕΚ Α΄ 298) με τον οποίο επικυρώθηκε η σύμβαση μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου
και της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος «Περί παραιτήσεως της Εθνικής Τράπεζας της
Ελλάδος από του προνομίου εκδόσεως τραπεζικών γραμματίων και περί συστάσεως
νέας τραπέζης υπό την επωνυμίαν «Τράπεζα της Ελλάδος»» σε εκτέλεση του από
15-9-1927 Πρωτοκόλλου της Γενεύης, οι όροι του οποίου εγκρίθηκαν από το
Συμβούλιο της Κοινωνίας των Εθνών. Άρχισε δε να λειτουργεί το Μάιο του 1928 ως
η κεντρική τράπεζα της χώρας.
Στις διατάξεις των άρθρων 8, 9 και 10
του Καταστατικού της ρυθμίστηκε η κεφαλαιοδότηση του ιδρύματος ως εξής: Το
μετοχικό του κεφάλαιο ορίστηκε σε 400.000.000 δραχμές κατανεμημένες σε 80.000
μετοχές αξίας των 5.000 δραχμών, το
οποίο καταβλήθηκε από την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδας, η οποία το
ανέλαβε ολόκληρο σύμφωνα με τους όρους του άρθρου 2 της σχετικής συμβάσεως της
με το Ελληνικό Δημόσιο. Η Εθνική
Τράπεζα εξέδωσε αργότερα αυτό το κεφάλαιο σε δημόσια εγγραφή, με δικαίωμα
προτιμίσεως για τους δικούς της μετόχους σε αναλογία δύο μετοχών της Εθνικής
προς μία μετοχή της Τραπέζης της Ελλάδος. Η έκδοση του πρώτου τμήματος
του κεφαλαίου έγινε σε τιμή 5.000 δραχμές κατά μετοχή, ενώ του δεύτερου και του
τρίτου σε τιμή 7.500 δραχμές. Τη διαφορά τη μοιράστηκαν η Εθνική Τράπεζα και το
Ελληνικό Δημόσιο…
Στο ευρύ φάσμα αρμοδιοτήτων που έχει η
Τράπεζα της Ελλάδος, εντάσσεται και η
εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων και άλλων επιχειρήσεων και οργανισμών
του χρηματοπιστωτικού τομέα της οικονομίας, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 55Α του καταστατικού της. Σκοπός
της εποπτείας είναι κυρίως η διαφάνεια των διαδικασιών των όρων των συναλλαγών
των υποκειμένων σε αυτή καθώς και η διασφάλιση της σταθερότητας και της
εύρυθμης λειτουργίας του εγχώριου χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Η Τράπεζα της Ελλάδος πέραν των ως άνω
ελεγκτικών αρμοδιοτήτων της στα πλαίσια της εποπτείας, δικαιούται να διενεργεί έλεγχο βιβλίων και στοιχείων, σε φυσικά ή
νομικά πρόσωπα που ασκούν οποιαδήποτε επιχείρηση, εφόσον υπάρχουν κατά την
κρίση της ενδείξεις παραβάσεων κατά την άσκηση οποιασδήποτε δραστηριότητας
σχετικής με τις προβλεπόμενες στο άρθρο 2 αρμοδιότητες της. (άρθρο 55Δ του
καταστατικού της)
Από
τα άνω εκτιθέμενα, καθίσταται σαφές ότι η σχέση της Τράπεζας της Ελλάδος με την
Εθνική Τράπεζα είναι σχέση αλληλεξάρτησης ή και απόλυτης ταύτισης των
συμφερόντων τους, και επομένως καθίσταται προβληματική η άσκηση εποπτείας από
μέρους της πρώτης προς την δεύτερη.
Για
τον λόγο αυτό, η Τράπεζα της Ελλάδος, Ουδέποτε απάντησε στην από 21-03-2011 αίτησή
μου, σχετικά με το θέμα των μετοχών της Τράπεζας της Ανατολής και παρά την
δημοσιότητα που έχει λάβει η συγκεκριμένη υπόθεση μέχρι και σήμερα δεν έχει
λάβει καμία επίσημη θέση ως εκ της ιδιότητας της ως εποπτεύουσας αρχής.
VΙΙ. Η ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΜΕΤΟΧΕΣ
ΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΗΣ
Μετά την δημοσιοποίηση της διενεργηθείσας δωρεάς, μέσα από την δημοσιογραφική έρευνα και προβολή, η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος προέβη στις 21-9-2011, σε έγγραφη ανακοίνωση – δελτίο τύπου μέσω των ΜΜΕ, το περιεχόμενο του οποίου έχει επί λέξει ως εξής:
«ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ
ΕΛΛΑΔΟΣ 21-9-2011»
Το
έτος 1932 υπεγράφη σύμβαση συγχώνευσης δια εξαγοράς της Τράπεζας της Ανατολής
από την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος. Η σύμβαση αυτή εγκρίθηκε με την υπουργική
απόφαση 72186/5-11-1932. Σύμφωνα με το περιεχόμενο της σύμβασης συγχώνευσης, η
Εθνική Τράπεζα ανέλαβε την υποχρέωση να καταβάλει στους μετόχους της Τράπεζας
της Ανατολής ως τίμημα εξαγοράς το ποσό των 200 δραχμών (και όχι σε οποιοδήποτε
άλλο νόμισμα) ανά μετοχή. Από το ποσό αυτό οι 50δρχ. ήταν το τίμημα εξαγοράς
της πελατείας της Τράπεζας της Ανατολής (goodwill) και οι 150δρχ. ήταν προκαταβολή
έναντι του προϊόντος της ειδικής εκκαθάρισης της Τράπεζας της Ανατολής. Η
ειδική εκκαθάριση ολοκληρώθηκε το Δεκέμβριο του 1936 και το αποτέλεσμά της όχι
μόνο δεν κάλυψε τις προκαταβληθείσες 150δρχ. ανά μετοχή, αλλά άφησε και υψηλό
ποσό «άνοιγμα» σε βάρος της Εθνικής Τράπεζας. Έτσι πέραν των αρχικώς καταβληθεισών
200δρχ. ανά μετοχή, καμία άλλη καταβολή δεν έγινε, ούτε θα γινόταν στο μέλλον
προς τους τέως μετόχους της Τράπεζας της Ανατολής (άρθρα VI και VII της σύμβασης συγχώνευσης).
Συνακόλουθα, μετά την εξαγορά, όλες οι μετοχές της Τράπεζας της Ανατολής
ακυρώθηκαν και οι νόμιμοι δικαιούχοι τους είχαν πλέον μόνο χρηματική απαίτηση
από την ΕΤΕ, να λάβουν το ανωτέρω τίμημα των 200δρχ. ανά μετοχή. Αυτές οι
απαιτήσεις, όπως και κάθε άλλη χρηματική απαίτηση, υπάχθηκαν στο καθεστώς του
Ν18/1944 (Νόμος Σβώλου), με τον οποίο ορίσθηκε σχέση ανταλλαγής 1 νέας δραχμής
για κάθε 50 δις προϋφιστάμενες δραχμές και έτσι ουσιαστικά εκμηδενίστηκαν.
Επιπλέον
σε κάθε περίπτωση οι απαιτήσεις εκείνες έχουν παραγραφεί
Για
όλα τα ανωτέρω ( την ακύρωση των εν λόγω τίτλων από έτους 1932 και την εντεύθεν
έλλειψη οποιασδήποτε αξίωσης κατά της Τράπεζάς μας) έχει επανειλημμένα
ενημερωθεί εγγράφως από την Τράπεζα ο ενδιαφερόμενος κ. Σώρρας και ο
πληρεξούσιος δικηγόρος του. Επίσης, σχετική απάντηση έχει δοθεί και σε ερώτημα
της Δ.Ο.Υ. Πατρών
Εις
την απάντηση του ως άνω δελτίου τύπου, η αστική ταιρεία με κερδοσκοπικού
χαρακτήρα με την επωνυμία «Ellas
never
die
– END»,
της απεύθυνε την από 21-9-2011 επιστολή της, στην οποία αντικρούει την αόριστη
και γενικόλογη τοποθέτηση της ΕΤΕ.
Τόσο δια της από 11-3-2011 επιστολής της
όσο και δια του ως άνω από 21-9-2011 δελτίου τύπου της, η Εθνική Τράπεζα της
Ελλάδος, δια των νόμιμων εκπροσώπων της, ρητώς εξέφρασε την πρόθεσή της, με την
εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών, να με παραπλανήσει και να με
αποτρέψει να προβώ στις κατά νόμο ενδεδειγμένες ενέργειες για την προάσπιση των
δικαιωμάτων μου που απορρέουν από τους τίτλους που κατέχω, με σκοπό να
αποκομίσει σε βάρος μου παράνομο περιουσιακό όφελος.
Το
ψευδέστατο των διαλαμβανομένων στα ως άνω έγγραφα ισχυρισμών της, αποδεικνύεται
από τα κάτωθι αδιαμφισβήτητα στοιχεία:
Α) Η ειδική εκκαθάριση της Τράπεζας της
Ανατολής ουδέποτε ολοκληρώθηκε εφόσον οι εκκαθαριστές ουδέποτε προέβησαν στη
δημοσίευση στον τύπο και στο Δελτίο Ανωνύμων Εταιρειών και Εταιρειών
Περιορισμένης Ευθύνης της Εφημερίδας της Κυβέρνησης ούτε επέβαλαν προς την
εποπτεύουσα αρχή τον τελικό ισολογισμό εκκαθαρίσεως όπως ορίζει ο νόμος.
Ειδικότερα σύμφωνα με τον Ν.2190/1920
και δη το άρθρο 49 προβλέπεται ότι:
1. Οι
παρά της συνελεύσεως διοριζόμενοι εκκαθαρισταί οφείλουσιν άμα τη ανάληψη των
καθηκόντων αυτών να ενεργήσωσιν απογραφήν της εταιρικής περιουσίας και να δημοσιεύωσι
δια του τύπου και του Δελτίου Ανωνύμων Εταιρειών και Εταιρειών Περιορισμένης
Ευθύνης της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως ισολογισμόν ούτινος υποβάλλεται εις
το Υπουργείον Εμπορίου.
2. Την
αυτήν υποχρέωσιν υπέχουσιν οι εκκαθαρισταί και κατά την λήξιν της εκκαθαρίσεως.
3. Η
γενική συνέλευσις των μετόχων διατηρεί πάντα τα δικαιώματα αυτής κατά την
διάρκεια της εκκαθαρίσεως.
4. Οι
λογαριασμοί της εκκαθαρίσεως εγκρίνονται υπό της γενικής συνελεύσεως.
Από το σχετικό έλεγχο που
διενεργήθηκε στις αρμόδιες υπηρεσίες και αρχές, ως και στο αρχείο της
Εφημερίδας της Κυβέρνησης, ως και τους δημοσιευθέντες ισολογισμούς, δεν
προκύπτει ότι έχει περατωθεί μέχρι και σήμερα η διαδικασία της εκκαθάρισης
ελλέιψει κάθε σχετικής δημοσιεύσεως.
Αυτό
αποδεικνύεται πέραν πάσης αμφισβήτησης
από τα κάτωθι πραγματικά περιστατικά:
α)
Διά της από 16-12-1935 επιστολής τους,
οι αρχικώς ορισθέντες εκκαθαριστές αιτούνται προς την Ε.Τ.Ε., την καταβολή των
δύο τελευταίων δόσεων της αμοιβής τους σε δώδεκα μηνιαίες δόσεις κατά τη
διάρκεια του τρίτου έτους της εκκαθαρίσεως καθώς και τον καθορισμό πρόσθετης
αμοιβής για την πέρα της 31ης Δεκεμβρίου του 1935 διάρκεια της
εκκαθαρίσεως.
β)
διά του από 23-12-1936 εγγράφου, με
Νο 89, της φερόμενης ως εκατοστής ογδοηκοστής ενάτης συνέλευσης των
ειδικών εκκαθαριστών της τραπέζης Ανατολής, ο αντιπρόσωπος της ΕΤΕ (μονομερώς) «γνώρισε» στους ειδικούς εκκαθαριστές ότι (τάχα) έληξε η
αποστολή των, «… τερματισθέντος του προσδιορισμού των τιμών ρευστοποίησης
άπαντος του απομείναντος ενεργητικού της Τραπέζης της Ανατολής».
Από
το περιεχόμενο του ανωτέρω εγγράφου -
καίτοι δεν προκύπτει - εκτός άλλων -
πότε και πως επακριβώς και με ποία διαδικασία και ειδικότερα μέθοδο ή
στοιχεία αποτίμησης και επί ποίων επιμέρους (συγκεκριμένα) στοιχείων
ενεργητικού έγινε ο φερόμενος ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ
των ΤΙΜΩΝ ΠΕΥΣΤΟΠΟΙΗΣΗΣ ΑΠΑΝΤΟΣ του απομείναντος ενεργητικού της Τραπέζης
της Ανατολής και χωρίς ειδικότερα να γίνεται συγκεκριμένη μνεία ΠΟΙΕΣ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΕΣ ΟΙ ΤΙΜΕΣ ΚΑΙ ΕΠΙ ΠΟΙΩΝ
ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΑ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΥ - προκύπτει ότι η ΕΤΕ δια του
αντιπροσώπου της ΕΠΑΥΣΕ τους
εκκαθαριστές, θεωρώντας και ενεργώντας παράνομα, αυθαίρετα και
καταχρηστικά, καθώς δεν διαθέτει σχετικό δικαίωμα, ενώ παράλληλα, δεν είχε
περαιωθεί η εκκαθάριση ως – κατά τα ανωτέρω εκτενώς αναφερόμενα –
προβλέπετο και όριζε και ορίζει η οικεία
νομοθεσία, το εν θέματι καταστατικό και η ανωτέρω σύμβαση συγχώνευσης.
γ)διά
της με αριθμό 03497/11-5-1940 επιστολής του, το υποκατάστημα της Ε.Τ.Ε στο Βόλο,
απευθυνόμενο προς τη Διοίκηση της Ε.Τ.Ε., ζήτησε να λάβει γνώση για την τιμή
των μετοχών της υπό εκκαθάριση Τράπεζα της Ανατολής προκειμένου να ενημερώσουν στη συνέχεια τους ενδιαφερόμενους πελάτες του
υποκαταστήματος.
Από
την εν λόγω επιστολή αποδεικνύεται ότι η εκκαθάριση της Τράπεζας της Ανατολής
κατά την 11η Μαίου του 1940 δεν είχε περατωθεί εφόσον η Διοίκηση του
υποκαταστήματος της Ε.Τ.Ε. στο Βόλο δεν είχε μέχρι τότε ενημερωθεί σχετικά.
δ)
Διά της από 26-11-1948 επιστολής της, η Ιονική Τράπεζα
απευθυνόμενη προς την Ε.Τ.Ε., αναφέρει ότι κάποια Τράπεζα στο Παρίσι η
οποία κατέχει 150 μετοχές της Τράπεζας της Ανατολής ρωτά κατά πόσο οι μετοχές
αυτές έχουν κάποια αξία και αν είναι κάποια ποσό επιπλέον εισπρακτέο λόγω
απόδοσης κεφαλαίου.
ε)
Διά της από 28 Νοεμβρίου του 1939 και με αριθμό πρωτ. 249552 επιστολής του, ο Διευθυντής του Υπουργείου των
Οικονομικών κ.Χ. Σταμέλος απευθυνόμενος προς το λογιστήριο της Ε.Τ.Ε. ως
εκκαθαρίστρια της Τράπεζας της Ανατολής τον τρόπο επιστροφής του κεφαλαίου της,
εάν δηλαδή επιστρέφεται εφάπαξ ολόκληρο το ποσό κάθε μετοχής ή τμηματικά ή
μέρος αυτού εφάπαξ και ποιο.
Δεν
είναι δυνατόν επομένως ο Διευθυντής του
Υπουργείου Οικονομικών εν έτη 1939, να απευθύνει ερώτημα προς την Ε.Τ.Ε. σχετικά με τον τρόπο επιστροφής του
κεφαλαίου της συγχωνευθείσας Τράπεζας, και η Ε.Τ.Ε να ισχυρίζεται μέχρι και
σήμερα ότι η εν λόγω εκκαθάριση έχει περατωθεί από τον Δεκέμβριο του 1936.
Επιπροσθέτως, είναι αξιοσημείωτο,
το γεγονός ότι στο εν λόγω δελτίο τύπου αναφέρεται ότι ολοκληρωθείσας της
ειδικής εκκαθάρισης το Δεκέμβριο του 1936, «το αποτέλεσμα
της όχι μόνο δεν κάλυψε τις προκαταβληθείσες 150δρχ. ανά μετοχή, αλλά άφησε και
υψηλό ποσό «άνοιγμα» σε βάρος της Εθνικής Τράπεζας…».
Από
ποια επίσημα στοιχεία προκύπτει το προϊόν της ειδικής εκκαθάρισης, ώστε να
εξακριβωθεί ότι πράγματι αυτό δεν επαρκούσε να καλύψει τις προκαταβληθείσες 150
δραχμές ανά μετοχή;
Άλλωστε,
δεν μπορούμε να παραβλέψουμε το γεγονός αλλά αντίθετα πρέπει να τονιστεί
ιδιαιτέρως ότι σε κάθε περίπτωση ρητά εξαιρέθηκαν από τη μεταβίβαση «… αι σχετικαί τω εταιρικώ κεφαλαίω της
Τραπέζης της Ανατολής μερίδες του παθητικού (κεφάλαιον, λογαριασμός εκτιμήσεως
κεφαλαίου εις φράγκα σταθεροποιημένα, κεφάλαιον αποθεματικόν τακτικόν και
κεφάλαιον και κεφάλαιον αποθεματικών έκτακτον),ως και παν έτερον εν τώ παθητικώ
στοιχείον μη αποτελούν υποχρέωσιν προς τρίτους, άτινα δεν θέλουσιν εμφανίζεσθαι
εν τη περί ής ο όρος IV
ειδική εκκαθαρίσει, δεδομένου ότι θέλει καταβληθή τοις μετόχοις της Τραπέζης
της Ανατολής το αντίτιμον των μετοχών των υπό της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος
κατά τα εν τώ όρω VIII
οριζόμενα».
Δηλαδή, όπως προκύπτει
από τον ισολογισμό της Τράπεζας Ανατολής:
α)
Κεφάλαιον 35.000.000 χρυσά Φράγκα,
β)
Λογαριασμός Εκτιμήσεως Κεφαλαίου εις Φράγκα σταθεροποιημένα 36.298.945,30χρυσά
Φράγκα.
γ)
Κεφάλαιον Αποθεματικόν Τακτικόν 4.952.148,60 χρυσά Φράγκα και
δ)
Κεφάλαιον Αποθεματικόν Έκτακτον 7.200.000 χρυσά Φράγκα,
ήτοι συνολικά
83.451.093,90 χρυσά Φράγκα τα οποία πρέπει να διανεμηθούν ισόποσα στους
κατόχους 280.000 μετοχών της Τράπεζας της Ανατολής από της Εθνική Τράπεζα της
Ελλάδος, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα
της Ειδικής Εκκαθάρισης και μετά το
πέρας αυτής, εφόσον τα ως άνω ποσά ρητώς είχαν εξαιρεθεί της μεταβιβάσεως.
Β) Η κάθε μετοχή της Τράπεζας της
Ανατολής ενσωματώνει αξία σε χρυσά γαλλικά φράγκα, για τα οποία ουδεμία
ρύθμιση ή αναφορά γίνεται στον νόμο 18/1944.
Ειδικότερα, με τον νόμο 18/1944
[σχετ.19] καθορίστηκε η ισοτιμία της νέας δραχμής έναντι
των παλιών πληθωριστικών δραχμών της Κατοχής και ειδικότερα ορίστηκε σχέση
ανταλλαγής 1 νέας δραχμής για κάθε 50 δις. προϋφιστάμενες δραχμές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.